- σιργούνι, το
- σιργούνι, το και σεργούνι,το και σουργούνι, το (λ. τουρκ.)1. εξορία.2. μτφ., ρεζίλεμα: Τον έκανε σιργούνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.